καταπρατικόν

καταπρατικόν
καταπρατικόν, τὸ (Α) επιγρ. φόρος για τις πωλήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταπιπράσκω, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου *καταπράτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”